- απονηχομαι
- ἀπονήχομαιἀπο-νήχομαι1) спасаться вплавь, уплывать
(πρὸς τέν ναῦν Polyb.; πάλιν Luc.)
2) выплывать(ἀπονήξασθαί τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πρὸς τέν ναῦν Polyb.; πάλιν Luc.)
(ἀπονήξασθαί τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απονήχομαι — ἀπονήχομαι (Α) 1. ξεφεύγω κολυμπώντας, κολυμπώ μακριά 2. ξεφεύγω … Dictionary of Greek
ἀπονηξαμένων — ἀπονήχομαι escape by swimming aor part mid fem gen pl ἀπονήχομαι escape by swimming aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονηξάμενον — ἀπονήχομαι escape by swimming aor part mid masc acc sg ἀπονήχομαι escape by swimming aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπενήξαντο — ἀπονήχομαι escape by swimming aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπενήξατο — ἀπονήχομαι escape by swimming aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπενήχετο — ἀπονήχομαι escape by swimming imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπενήχοντο — ἀπονήχομαι escape by swimming imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονηξαμένους — ἀπονήχομαι escape by swimming aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονηξάμενοι — ἀπονήχομαι escape by swimming aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονηξάμενος — ἀπονήχομαι escape by swimming aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονηχόμενοι — ἀπονήχομαι escape by swimming pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)